- Ἀωσφόρος
- Ἀωσφόρος, ὁ,A = Ἑωσφόρος (q. v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εωσφόρος — I Βιβλικό πρόσωπο. Ο αρχηγός των αγγέλων, που κυριεύτηκε από αλαζονεία και κατέπεσε από τη θέση του μαζί με το 1/3 των αγγέλων και έγινε διάβολος, σατανάς και πνεύμα του κακού (Αποκάλ. Ιωάννη ιβ’, 4 και Λουκά ι’, 18). II Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος… … Dictionary of Greek